ωρολογοποιία

ωρολογοποιία
η, Ν
η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής ρολογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολογοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μικροκινητήρας — ο (ηλεκτρολ.) κινητήρας πολύ μικρών διαστάσεων τού οποίου η ταχύτητα περιστροφής είναι, γενικά, ελεγχόμενη και τού οποίου διάφοροι τύποι χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην οδοντική χειρουργική, την ωρολογοποιία, την κυβερνητική, τη ρομποτική κ.α.… …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Γκράχαμ, Τζορτζ — (George Graham, 1673 – 1751).Άγγλος αστρονόμος και ωρολογοποιός. Διδάχτηκε την ωρολογοποιία στο εργαστήριο του θείου του και βελτίωσε τη λειτουργία των ρολογιών με διάφορες επινοήσεις. Εφηύρε επίσης πολλά αστρονομικά όργανα, από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ίντερλακεν — (Interlaken). Κωμόπολη (περ. 5.000 κάτ.) της Ελβετίας, στο καντόνι της Βέρνης. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Άαρ, ανάμεσα στις λίμνες Τουν και Μπρίεντς, κοντά στη Βέρνη, περίπου 600 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Λόγω της ορεινής… …   Dictionary of Greek

  • Μπεζανσόν — (Besancon). Πόλη (122.308 κάτ.) της ανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ντουμπ (5.234 τ. χλμ., 499.062 κάτ.). Ο παλιότερος πυρήνας της πόλης βρίσκεται στο εσωτερικό μιας καμπής του ποταμού Ντουμπ, ενώ οι νεώτερες συνοικίες έχουν αναπτυχθεί… …   Dictionary of Greek

  • Πελτιέ, Ζαν-Σαρλ — (Peltier Jean Charles Athanase, 1785 – 1845). Γάλλος φυσικός. Αρχικά ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία, την οποία αργότερα εγκατέλειψε και επιδόθηκε με ζήλο στις φυσικές επιστήμες. Μετά την ανάπτυξη του ηλεκτρισμού, πραγματοποίησε αξιόλογες… …   Dictionary of Greek

  • Στήβενσον, Τζορτζ — (Stevenson). Άγγλος μηχανικός (1781 – 1848). Από 14 χρόνων άρχισε να εργάζεται ως βοηθός του πατέρα του, που ήταν πυροσβέστης στα ανθρακωρυχεία της Γονάυλαμ, ταυτόχρονα όμως φοιτούσε σε νυχτερινό σχολείο. Το 1802 ασχολήθηκε με την ωρολογοποιία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”